-
1 сложный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. σύνθετος• πολυμερής•-ые вещества σύνθετες ουσίες•
-ое слово σύνθετη λέξη•
- ое предложение (γραμμ.) σύνθετη πρόταση•
-ое число ο συμμιγής αριθμός.
2. πολύπλοκος, πολυσχιδής, πολυσύνθετος•сложный вопрос πολύπλοκο ζήτημα.
|| δαιδαλώδης, λαβυρ ινθώδης.3. δύσκολος, δυσχερής, δυσκολοκατόρθωτος•-ая операция δϋκολη εγχείριση•
-ая задача δύσκολο πρόβλημα.
-
2 сложный
сложн||ыйприл1. (составной) (πολύ-) σύνθετος:\сложныйое предложение грам. ἡ σύνθετη πρόταση· \сложныйое число́ мат ὁ συμμιγής ἀριθμός· \сложныйые проценты ὁ ἀνατοκισμός, οἱ σύνθετοι τόκοι·2. (запутанный) πολύπλοκος, περίπλοκος:\сложный вопрос τό πολύπλοκο ζήτημα -
3 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб